καλοταίριαστος

καλοταίριαστος
και καλοταίριαχτος, -η, -ο [καλοταιριάζω]
αυτός που συνδυάζεται με επιτυχία, που εναρμονίζεται εντελώς, που συμφωνεί τελείως, καλοταιριασμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοταίριαστος, -η — ο και καλοταίριαχτος, η, ο ταιριασμένος, συνδυασμένος με επιτυχία: Η παρέα αυτή είναι καλοταίριαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”